- παραμπέχω
- και παραμπίσχω Α1. καλύπτω με μανδύα ή ένδυμα, σκεπάζω2. μεταμορφώνω, μεταμφιέζω3. μέσ. παραμπέχομαιπροβάλλω ως πρόσχημα, προφασίζομαι4. μτφ. αποκρύπτω τις σκέψεις μου με λόγια («οὐδὲν δεῑ παραμπέχειν λόγους», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἄμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.